- παιδολυμάς
- παιδο-λῡμάς, άδος, ἡ, ([etym.] λύμη)A destroying her child,
ἁ π. Θεστιάς A. Ch.605
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁ π. Θεστιάς A. Ch.605
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδολυμάς — παιδολυμάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που καταστρέφει τα παιδιά («ἁ παιδολυμὰς τάλαινα Θεστιάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λύμη «βλάβη, καταστροφή» + επίθημα άς] … Dictionary of Greek
παιδολυμάς — destroying her child fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδολύμας — παιδολύ̱μᾱς , παιδολύμης masc acc pl παιδολύ̱μᾱς , παιδολύμης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek